- ανυτο
- ἄνυτοἄνῠτο
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανύω — ἀνύω κ. ἀνύτω ή ἁνύτω κ. ἄνυμι (Α) 1. εκτελώ, φέρνω σ ένα τέλος, επιτελώ («ἤνυτο δ ἔργον», Όμηρος «οὐδὲν ἤνυε», Ηρόδοτος) 2. κατορθώνω κάτι, πετυχαίνω κάτι που με συμφέρει 3. τελειώνω, καταναλίσκω, εξαφανίζω («ἐπεὶ δή σε φλὸξ ἤνυσεν» αφού σ… … Dictionary of Greek
θρασύβουλος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Τύραννος της Μιλήτου (6ος αι. π.Χ.). Με τέχνασμά του παραπλάνησε τον βασιλιά της Λυδίας, Αλυάττη, ο οποίος πολιορκούσε την πόλη, και τον ανάγκασε όχι μόνο να συμμαχήσει με τους Μιλήσιους αλλά και να… … Dictionary of Greek
Αρχίνος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος ρήτορας, πολιτικός και συγγραφέας (β’ μισό 5ου αι. π.Χ.). Μαζί με τον Θρασύβουλο και τον Άνυτο, ήταν επικεφαλής εκείνων που ανέτρεψαν το 403 π.Χ. τους Τριάκοντα τυράννους. Μετριοπαθής, προσπάθησε να πετύχει… … Dictionary of Greek
Δαμοφών — I (2ος αι. π.Χ.). Γλύπτης από τη Μεσσήνη της Πελοποννήσου. Διακρίθηκε ως μιμητής των έργων του Φειδία. Από τα έργα του ξεχωρίζουν το άγαλμα της μητέρας των θεών, της Λαφρίας Αρτέμιδος, της Υγείας, της Δήμητρας, του Τιτάνα Άνυτου και του Ασκληπιού … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λυκόσουρας (Αρκαδίας) — Το μουσείο της Λυκόσουρας χτίστηκε μέσα στον αρχαιολογικό χώρο, για να φιλοξενήσει τα κινητά ευρήματα από το ιερό της Δέσποινας, που ανασκάφηκε κοντά στην ομώνυμη αρχαία πόλη. Η Δέσποινα, κόρη της Δήμητρας και του Ποσειδώνα, ήταν θεότητα που… … Dictionary of Greek